αντιμετάθεση

αντιμετάθεση
η (Α ἀντιμετάθεσις)
αμοιβαία μετάθεση, ανταλλαγή θέσεων
νεοελλ.
βλ. αντιμεταχώρηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αντιμετάθεση — η αμοιβαία μετάθεση: Στη γλώσσα πολλές φορές έχουμε μετάθεση και αντιμετάθεση φθόγγων (υλαχτώ αλυχτώ) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μαγούλιοι — Μαγούλιοι, οἱ (Μ) Μογγόλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < γουλάμιος (< αραβ. ghulam), με αντιμετάθεση τών συμφώνων, ή < Μογγόλοι με παρετυμολογική σύνδεση τής λ. με το ουσ. μάγουλο] …   Dictionary of Greek

  • άδω — (Α ᾄδω, ιωνικός και ποιητικός τύπος ἀείδω) τραγουδώ, ψάλλω, υμνώ μσν. 1. λέω 2. (για τον άνεμο) ηχώ, σφυρίζω αρχ. 1. (για ζώα) βγάζω τον χαρακτηριστικό ήχο ή κραυγή 2. (για ήχους) ηχώ, κτυπώ 3. συναγωνίζομαι με κάποιον στο τραγούδι 4. τραγουδώ σε …   Dictionary of Greek

  • αβγατίζω — βλ. αβγαταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Από αρχ. επίθ. ἐκβατὸς > μτγν. ἐγβατός, με αντιμετάθεση φθόγγων, ἐβγατὸς > ἐβγατίζω και ἀβγατίζω. ΠΑΡ. αβγάτα, αβγαταίνω, αβγατερός, αβγατιά, αβγατίδι, αβγάτιση, αβγάτιαμα, αβγάτιστος, αβγατιστός] …   Dictionary of Greek

  • αδένας — ο (Α ἀδὴν –ένος, η και ο) επιθηλιακό όργανο του οργανισμού, στο οποίο καταλήγουν αγγεία που εκκρίνουν υγρό κατάλληλο για τη λειτουργία του (κν. γλυκάδι, ελιά, γαργαλήθρα). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀδήν, αρχικά θηλ. γένους (η ἀδήν), ανάγεται σε ΙΕ ρίζα*… …   Dictionary of Greek

  • αποκλαμός — (I) ο 1. παραφυάδα φυτού, παρακλάδι, αποκλάδι 2. πλοκάμι χταποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποκλαμός αντί πλοκαμός, με αντιμετάθεση. Ανήκει στις λέξεις εκείνες στις οποίες παρετυμολογικά εισάγεται πρόθεση όπου προηγουμένως δεν υπήρχε (πρβλ. αναθρήκα,… …   Dictionary of Greek

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

  • βολίμι — το μολύβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολύβι, με αντιμετάθεση των συμφωνικών φθόγγων μ, β (πρβλ. και φαλακρός > καραφλός)] …   Dictionary of Greek

  • γρουσούζης — και γουρσούζης, α, ικο 1. ο δυσοίωνος, αυτός που φέρνει κακοτυχία 2. δύστροπος, κακορίζικος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. γουρσούζης < τουρκ. uğursuz «δυσοίωνος» γρουσούζης < γουρσούζης, με αντιμετάθεση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”